καιροσκοπισμός

καιροσκοπισμός
ὁ [καιροσκόπος]
η τακτική τών καιροσκόπων, οι οποίοι μεταβάλλουν θέσεις και αρχές ανάλογα με τις περιστάσεις για να εξυπηρετούν ιδιοτελή συμφέροντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καιροτηρησία — καιροτηρησία, ἡ (Α) ο καιροσκοπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + τηρησία (< τηρητής < τηρῶ), πρβλ. τοπο τηρησία] …   Dictionary of Greek

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • οπ(π)ορτουνισμός — ο 1. (κοινων.) στάση ενός ατόμου ή οργανωμένου συνόλου τού οποίου η συμπεριφορά δεν καθορίζεται από θεμελιώδεις αρχές και αξίες αλλά προσαρμόζεται στις περιστάσεις τής στιγμής και ρυθμίζεται από αυτές, με στόχο την ικανοποίηση ιδιοτελών… …   Dictionary of Greek

  • οπορτουνισμός — (opportunisme). Με τον όρο αυτό, που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην πολιτική, χαρακτηρίζεται ο καιροσκοπισμός αλλά και ο συμβιβασμός. Ιδιαίτερα χρησιμοποιείται από τα κομουνιστικά και εργατικά κόμματα και δηλώνει την πολιτική εκείνη τάση, που… …   Dictionary of Greek

  • οπορτουνισμός — ο ο καιροσκοπισμός, ο πολιτικός ιδίως τυχοδιωκτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”